- άφετος
- ἄφετος, -ον (Α)1. (για ζώα) ελεύθερος, απαλλαγμένος από εργασία2. (για πρόσωπα) αφιερωμένος στον θεό3. «ἄφετοι ἡμέραι» — αργίες, γιορτές4. (για το ύφος του λόγου) χαλαρό, ανειμένο5. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όνομα) Ἀφέταιτο σημείο όπου οι Αργοναύτες έρριξαν το πλοίο τους στη θάλασσα.
Dictionary of Greek. 2013.